- καμπαγών
- καμπαγών, ῶνος, ὁ, a kind ofA boot, IG22.1120 (Edict.Diocl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμπαγών — καμπαγών, ὁ (Α) επιγρ. στρατιωτικό υπόδημα, αρβύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάμπαγος*] … Dictionary of Greek